χασούρα

χασούρα
zarar, kaybetme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χασούρα — η απώλεια, χάσιμο και μάλιστα σε χαρτοπαίγνιο, ζημιά: Χτες είχα πάλι χασούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασούρα — η, Ν 1. απώλεια χρημάτων, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο 2. ζημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού αορ. τού ρ. χάνω + κατάλ. ούρα (πρβλ. κλεισ ούρα, φαγ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • χάσιμο — το, Ν 1. το αποτέλεσμα τού χάνω, απώλεια, χασούρα 2. ζημία 3. παροιμ. φρ. «δίνε στους φτωχούς και δε θα τό χεις χάσιμο» δηλώνει ότι η προσφορά δεν μένει χωρίς ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού αορ. έ χασ α τού ρ. χάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ… …   Dictionary of Greek

  • γκίνια — η (λ. γαλλ.), η αναποδιά, η κακοτυχία, η χασούρα: Έχασα στο καζίνο, γιατί είχα γκίνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάσιμο — το, ατος 1. ζημιά, χασούρα, απώλεια: Στενοχωρήθηκε πολύ για το χάσιμο του σκυλιού της. 2. φρ., «Δίνε στους φτωχούς και δε θα το ’χεις χάσιμο», δε θα ζημιωθείς αν δίνεις στους φτωχούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”